Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάσμευσις — δάσμευσις, η (Α) διανομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάσμευσις φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. *δασμεύω < δασμός] … Dictionary of Greek
δάσμευσιν — δάσμευσις dividing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)